Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προόπτως — Μ επίρρ. βλ. προόπτης … Dictionary of Greek
προόπτης — ὁ, ΜΑ μσν. προφήτης αρχ. ανιχνευτής, κατάσκοπος. επίρρ... προόπτως Μ 1. παρατηρώντας προσεκτικά 2. φανερά, ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + όπτης (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. κατ όπτης, ὑπερόπτης] … Dictionary of Greek